ὀξύπτερος — sharp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύπτεροι — ὀξύπτερος sharp masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύπτερον — sharp neut nom/voc/acc sg ὀξύπτερος sharp masc/fem acc sg ὀξύπτερος sharp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβάκι — το (Α βάρβαξ, ακος, ο) είδος μικρού γερακιού, κιρκινέζι, κίρκος ο οξύπτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το ανθρωπωνύμιο Βάρβαξ της θήρας και ερμηνεύεται από τον Ησύχιο «ιέραξ παρά Λίβυσι»] … Dictionary of Greek
ξεφτέρι — και ξιφτέρι, το 1. είδος αρπακτικού πτηνού, το κιρκινέζι 2. (για πρόσ.) εξαιρετικά εύστροφος, ικανός, με μεγάλη αντίληψη, ευφυής (α. «είναι ξεφτέρι στα γράμματα» β. «είναι ξεφτέρι στην κλεψιά») 3. στον πληθ. τα ξεφτέρια τα εξαπτέρυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξυπτέριον — ὀξυπτέριον, τὸ (Μ) [οξύπτερος] το γεράκι, το ξυφτέρι … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
ὀξυπτέρου — ὀξύπτερον sharp neut gen sg ὀξύπτερος sharp masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύπτερα — ὀξύπτερον sharp neut nom/voc/acc pl ὀξύπτερος sharp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)